ἰδέα

ἰδέα
ἰδέα [pron. full] [ῐ], [dialect] Ion. [full] ἰδέη, , ([etym.] ἰδεῖν)
A form,

ἰδέᾳ καλός Pi.O.10(11).103

, cf. Theoc.29.6;

τὴν ἰ. πάνυ καλός Pl.Prt.315e

;

τὴν ἰ. μοχθηρός And.1.100

, cf. Ar.Av.1000;

ἰδέην ὁρέων Hdt.1.80

; opp. χρῶμα, Id.4.109; opp. μέγεθος, Pl.Phd.109b (pl.);

ἡ ἰ. αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπή Ev.Matt.28.3

, etc.; of the elementary shapes,

ἄτομοι ἰδέαι Democr.

ap.Plu.2.1111a codd., cf. Fr.141 D.; of the four elements, Philistion ap.Anon.Lond.20.25.
2 semblance, opp. reality, γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι outward appearances cheat the mind, Thgn.128.
3 kind, sort,

φύλλα τοιῆσδε ἰδέης Hdt.1.203

; φύσιν παρέχονται ἰδέης τοιήνδε [οἱ ποτάμιοι ἵπποι] Id.2.71; ἐφρόνεον διφασίας ἰ. they conceived two modes of acting, Id.6.100, cf. 119; τὰ ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰ. ἔχοντά σοι; what is their nature or fashion? E.Ba.471; ἑτέραν ὕμνων ἰ. Ar.Ra.384; καινὰς ἰ. εἰσφέρειν new forms of comedy, Id.Nu. 547; τίς ἰ. βουλεύματος; Id.Av.993; πᾶσα ἰ. θανάτου every form of death, or death in every form, Th.3.81, cf. 83, 2.51;

πολλαὶ ἰ. πολέμων Id.1.109

;

ἡ ὑπάρχουσα ἰ. τῆς παρασκευῆς Id.4.55

; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες having tried every way, Id.2.19; τῇ αὐτῇ ἰ. Id.3.62, 6.76; οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰ. not in the same relations, Isoc.3.44: εἰς μίαν τινὰ ἰ. into one kind of existence, Pl.Tht.184d;

ἄλλη ἰ. πολιτείας Id.R.544c

, etc.;

ἀγοραίας . . ἰδέας τοῦ βίου Epicur.Fr.196

.
4 esp. in Rhet., etc., of literary form,

ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν Isoc.2.48

, cf. 15.47,183; ἡ ἰαμβικὴ ἰ. Arist. Po.1449b8, cf. 1450b34, Rh.Al.1425a9, etc.; ἡ ἐν τῷ λέγειν ἰ. Phld. Rh.2.258 S.
b style, Πλατωνική, Δημοσθενικὴ ἰ., Syrian.in Hermog. 1.112 R.
c a quality of style (e.g. σαφήνεια, γοργότης, etc.), Hermog.Id.tit., etc.
II in Logic,= εἶδος, class, kind: hence, principle of classification,

ἔφησθα . . μιᾷ ἰδέᾳ τά τε ἀνόσια ἀνόσια εἶναι καὶ τὰ ὅσια ὅσια Pl.Euthphr.6d

, cf. Phdr.265d. Sph.253d, etc.
2 pl. in Platonic Philosophy, ideal forms, archetypes,

τὰς . . ἰ. νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὔ Id.R.507b

, cf. 596b,al., Arist.Metaph.990a34, al., EN1096a17: also in sg., ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Pl.R.508e, al., cf. εἶδος.
3 notion, idea,

προάγειν τὸν ἀποκρινόμενον ἐπὶ τὴν ἰ. ἀγνοουμένου πράγματος Nausiph.2

. (Written εἰδέα in later Greek, as PGen.16.17 (iii A.D.), v.l. in Ev.Matt.28.3.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδέα —         (idea) (греч.) идея.         см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа)  ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… …   Википедия

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”